-
1 προὔργου
προὔργου, zsgzgn statt πρὸ ἔργου, eigtl. für das Werk, was zur Ausführung eines Werkes, zur Erreichung eines Zweckes förderlich, nützlich ist, was wozu hilft; εἰςείδομεν προὔργου πεσόντα, Eur. I. T. 309; Hel. 1395; ποιῶν τι τῶν προὔργου, Ar. Plut. 623; προὔργου τι δρᾶν, Eccl. 784, Thuc. 4, 17; φαίνεται γάρ μοι προὔργου τι ἂν γενέ-σϑαι, Plat. Theaet. 197 a, εἴς τι, Rep. II, 376 d, wie ib. c πρός τι; εἰ δή τι πεποιήκαμεν, προὔργου, Legg. III, 702 b; Men. 84 b u. sonst; ἵνα προὔργου τι γένηται, Isocr. 4, 19, vgl. 5, 13; οὐδὲν τῶν προὔργου περαίνειν, Pol. 5, 19, 5; Sp., wie Plut. u. Luc. Hermot. 79. – Compar. προὐργιαίτερος, förderlicher, nützlicher, wichtiger; ἀλλ' ἕτερα γὰρ ἦν τῶνδε προὐργιαίτερα αὐταῖς, Ar. Lys. 20; τὰ ἑαυτῶν προὐργιαίτερον ἐποιήσαντο, Thuc. 3, 109, sie achteten ihre eigenen Angelegenheiten, ihre Wohlfahrt höher, ὥστε προὐργιαίτερόν τι γενέσϑαι ἄλλο πράττειν, Plat. Gorg. 458 c, τῷ δὲ οὐδὲν προὐργιαίτερόν ἐστιν, Isocr. 4, 134, ἕτερά ἐστιν ἑκάστῳ προὐργιαίτερα, Dem. 19, 228; χάρις προὐργιαιτέρα, Din. 1, 114; Folgde; οὐδὲν προὐργιαίτερον ποιεῖσϑαι τούτου, Nichts für besser halten, dies sich besonders angelegen sein lassen, Pol. 2, 7, 10. 4, 66, 2, wie μηδὲν νομίζειν προὐργιαίτερον τούτου, 26, 2, 2. – Phot. führt auch den superl. προὐργιέστατον an.
-
2 προὔργου
προὔργου, [var] contr. for πρὸ ἔργου (as it is written in Arist.Rh. 1354b27, PA 674b2, Arr.Fr.163J.),A serving for or towards a work, serviceable, τι τῶν προὔργου something useful, Th.4.17, Ar.Pl. 623; οὐδὲν π. [ἐστί] it's no good, And.2.21;τῶν π. τι δρᾶν Ar.Ec. 784
;φαίνεταί μοι π. τι ἂν γενέσθαι Pl.Tht. 197a
, cf. Isoc.4.19, etc.; ἆρά τι π. ἡμῖν ἐστιν αὐτὸ σκοποῦσι πρὸς τὸ κατιδεῖν; Pl.R. 376c; ἔς τι ib.d; π. τι ποιῆσαι εἴς τι ib. 498d;π. τι πεποιηκέναι πρός τι Id.Men. 84b
, cf. X.HG7.1.10;ὑπόθεσιν π. ἔχειν πρὸς.. Pl.Men. 87a
: c. gen., τί ὑμῖν π. τῆς ξυνόδου ταύτης ἂν εἴη; Id.Demod. 380c; οὐδὲν αὐτοῖς ἦν π., c. inf., Id.Alc.2.149e, cf. D.5.1: as Adv. serviceably, conveniently,π. πεσόντα E.IT 309
, cf.Hel. 1379.II [comp] Comp. προὐργιαίτερος, α, ον, more serviceable, important,ἕτερα ἦν προὐργιαίτερα αὐταῖς Ar.Lys.20
, cf. D.19.228;χάριν προὐργιαιτέραν Din.1.114
: mostly in neut.,τῷ μὲν οὐδὲν προὐργιαίτ ερόν ἐστιν ἢ σκοπεῖν Isoc.4.134
, cf. PSI4.380.7 (iii B.C.); π. ποιεῖσθαί τι deem of more consequence, Th.3.109, Isoc.6.35 (also Posit. in [comp] Comp. sense,οὐδὲν ἔστι μοι προὔργου ἢ.. Hp.Ep.17
);οὐδὲν π. ποιεῖσθαι τούτου Plb.2.7.10
, etc.;π. τι γενέσθαι Pl.Grg. 458c
.—[comp] Sup. προὐργιαίτατος, η, ον, Hsch., Suid.;προὐργιέστατος Hsch.
s.v. προκαδέστατον: Adv. [comp] Sup. προυργιαίτατα cj. in Hp.Liqu.6;- ιαίτατον Paul.Aeg.3.61
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προὔργου
-
3 προυργου
v. l. προέργου adv. [из πρὸ ἔργου] целесообразно, полезно, кстати(π. τι δρᾶν Arph. или ποιεῖν Xen., Plat.)
τὴ τῶν π. Thuc. — нечто существенное;οὐδὲν π. ἐστί Plat. — ни к чему, незачем;π. ἐς ἀλκέν σῶμ΄ ὅπλοις ἠσκήσατο Eur. — он правильно поступил, вооружившись на бой;προὐργιαίτερον τὸ ἑαυτῶν ποιεῖσθαι Thuc. — думать прежде всего о своей пользе -
4 περαίνω
περαίνω (vgl. πειραίνω), aor. ἐπέρανα, – 1) beendigen, vollenden, vollbringen; μῠϑον, Aesch. Spt. 1042; auch ohne diesen Zusatz, εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα, Pers. 685; περαίνων ἐπίμομφον ἄταν, Ch. 817; περαίνεται δὴ τοὖργον κοὐ ματᾷ τόδε, Prom. 57; πρᾶγος ἄσκοπὁν ἔχει περάνας, Soph. Ai. 22; περαίνει οὐδὲν ἡ προϑυμία, Eur. Phoen. 592; πέραιν' ὅπως λέγεις, Or. 1118 (vgl. Plat. πέραινε ὥςπερ ἤρξω, fahre fort und führe die Rede zu Ende, wie du anfingst, Prot. 353 a, wie τὸν λόγον, Tim. 29 d); πέραινε, ὧν σ' ἀνιστορῶ πέρι, Ion 362; u. pass., χρησμὸς Λοξίου περαίνεται, Phoen. 1697, wie περαίνεται τὰ λόγια Ar. Vesp. 799; u. in Prosa: οὐδὲν ἔτι περανεῖ, Thuc. 6, 86; u. im pass., 6, 70; τὰ δέοντα, Xen. Cyr. 4, 5, 38; τὸ προςταχϑέν, 5, 3, 50; Plat. περαίνουσι τὸ σφέτερον αὐτῶν ἕκαστοι, Soph. 243 a, u. öfter; auch absolut, οὐκ ἂν φϑάνοις περαίνων, führe es nur aus, Phaed. 100 c; αὐτὸς πέρανον, Prot. 360 d; πεπεράνϑαι, Gorg. 472 b; καὶ τετελευτηκέναι, Men 75 e; καὶ πεπερασμένον καὶ ἄπειρον πλήϑει, Parm. 145 a; vgl. Pol. 4, 40, 6; – οὐδὲν περαίνουσιν, sie bringen Nichts zu Stande, Plat. Rep. IV, 426 a, u. öfter; vor sich bringen, erreichen, οὐδὲν τῶν προὔργου περαίνων, Pol. 5, 19, 5. Bei Posidipp. Ath. III, 87 e herbeischaffen. – 2) durchbohren; auch im obscönen Sinne, sowohl γυναῖκα, κόρην, beschlafen, als von männlicher Unzucht, Sp., wie Clem. Al.; τὸν αἰτίαν ἔχοντα περαίνεσϑαι, D. L. 4, 34, vgl. 2, 127; Suid. erkl. συνουσιάζειν; vgl. Anth. XI, 339. – 3) intrans., sich wohin erstrecken, wohin reichen; περαίνει πρὸς ἔσχατον πλόον, Pind. P. 10, 28; Sp., wie εἴς τι, Arist. u. öfter Plut. Aehnlich περαῖνον δι' ὤτων, was tief in die Ohren eingedrungen ist, Aesch. Ch. 55. – Bei S. Emp. adv. log. 2, 428 ff. stehen τὰ περαίνοντα den ἀπέραντα gegenüber.
См. также в других словарях:
προύργου — και προέργου Α 1. χρήσιμο, ωφέλιμο για την εκτέλεση ενός έργου ή ενός σκοπού (α. «μὴ πάλιν τις αὖ ἐλθὼν διακωλύσῃ τι τῶν προὔργου ποιεῑν», Αριστοφ. β. «ἵνα προὔργου τι γένηται», Ισοκρ.) 2. (ως επίρρ.) χρήσιμα, καλά, με πρόσφορο τρόπο («ὡς δ… … Dictionary of Greek
κράση — (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το… … Dictionary of Greek